- καταγέλαστα
- καταγέλαστοςridiculousneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταγελαστά — καταγελαστά̱ , καταγελαστής mocker masc nom/voc/acc dual καταγελαστής mocker masc voc sg καταγελαστής mocker masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγέλαστ' — καταγέλαστα , καταγέλαστος ridiculous neut nom/voc/acc pl καταγέλαστε , καταγέλαστος ridiculous masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγέλαστος — η, ο (AM καταγέλα στος, ον) [καταγελώ] αυτός που είναι αντικείμενο χλευασμού, ο γελοίος (α. «σηκώθηκε να μιλήσει και έγινε καταγέλαστος» β. «φοβοῡμαι οὔ τι μὴ γελοῑα,... ἀλλὰ μὴ καταγέλαστα», Πλάτ.). επίρρ... καταγελάστως (Α) με καταγέλαστο τρόπο … Dictionary of Greek